Μιλτιάδης Μαρινάκης
Η μεγάλη παρακαταθήκη του πατέρα του
Όπως ο ίδιος ο Βαγγέλης αναφέρει συχνά, ο πατέρας του έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, αποτελώντας το πρότυπό του, τόσο μέσα από την επιχειρηματική του δραστηριότητα, όσο και με τον αξιακό κώδικα, τον οποίο υπηρέτησε πιστά ως άνθρωπος.
Από τον πατέρα του κληρονόμησε την αγάπη για τον Πειραιά, την Κρήτη, τον Ολυμπιακό, αλλά και το πάθος του για δημιουργία και κοινωνική προσφορά. Η ιδιαίτερα ισχυρή σχέση μεταξύ πατέρα και γιου λειτούργησε ως οδηγός για τη μετέπειτα προσωπική και επαγγελματική εξέλιξη του Βαγγέλη. Ακόμη και σήμερα βαραίνει την οποιαδήποτε απόφασή του.
Ο Μιλτιάδης Μαρινάκης γεννήθηκε το 1930 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της κατοχής, η περιουσία της οικογένειάς του σχεδόν χάθηκε ολοκληρωτικά. Από την ηλικία των 10 ετών αναγκάστηκε να δουλέψει σκληρά, ενώ σε νεαρή ηλικία εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση, μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ.
Προπολεμικά, η οικογένεια είχε στην ιδιοκτησία της το πλέον γνωστό χυτήριο της Κρήτης, στην οδό Λοχαγού Μαρινέλη στο Ηράκλειο, καθώς και εργαστήριο επισκευών πλοίων, αλλά και οχήματα χερσαίων μεταφορών. Ακόμη και σήμερα οι καμπάνες που κατασκεύαζε κοσμούν την εκκλησία του Αγίου Μηνά του προστάτη Άγιου του Ηρακλείου, αλλά και εκκλησίες της Σητείας, του Ρεθύμνου και των Χανίων. Πρωτοπόροι στην τέχνη, πραγματοποιούσαν εξαγωγές σε Ιταλία, Γαλλία και Δαλματικές ακτές, με επίκεντρο την Τεργέστη.
Ο Μιλτιάδης σπούδασε μηχανικός στη σχολή Εμπορικού Ναυτικού. Το 1958 μετακόμισε μόνιμα στον Πειραιά, όπου ξεκίνησε τη δική του επιχείρηση, ένα μηχανουργείο για την επισκευή πλοίων.
Η ενασχόλησή του με τη ναυτιλία ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μέσα από την ίδρυση της ναυτιλιακής εταιρείας του.
Ποδοσφαιρόφιλος από τα παιδικά του χρόνια, έπαιζε μπάλα στο Ηράκλειο στον Εργοτέλη μαζί με τον αδελφό του. Αργότερα, το 1979 μετείχε στην ομάδα των εφοπλιστών που υπό τον Σταύρο Νταϊφά ίδρυσαν την ΠΑΕ Ολυμπιακός.
Έως το 1984 διετέλεσε γενικός αρχηγός της ομάδας, κατακτώντας 5 πρωταθλήματα. Έχοντας τεράστια αγάπη για το ποδόσφαιρο, αναζητούσε διαρκώς ταλέντα για τον Ολυμπιακό. Είναι αυτός που ανακάλυψε τον Νίκο Βαμβακούλα και που καθιέρωσε τον Σαργκάνη ως πρώτο τερματοφύλακα της ομάδας.
Εκτός από την ενασχόλησή του με τον Ολυμπιακό, ο Μιλτιάδης δραστηριοποιήθηκε και στην πολιτική. Συχνά έλεγε ότι πρέπει να ασχολείσαι με την πολιτική μόνο όταν έχεις διάθεση να προσφέρεις στον τόπο σου, στην πατρίδα, στους συνανθρώπους σου. Από το 1978 έως το 1986 ήταν πρώτος σε ψήφους Δημοτικός Σύμβουλος Πειραιά, ενώ το 1985 και το 1989 εξελέγη βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία.
Υπηρετώντας ευγενή ιδανικά και αξίες, ο Μιλτιάδης Μαρινάκης έφυγε από τη ζωή στις 27 Απριλίου 1999, σε ηλικία 68 ετών.
Κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη Ναυτιλιακή Λέσχη Πειραιά, ο Βαγγέλης Μαρινάκης συνόψισε την μεγάλη επιρροή που είχε ο πατέρας του στη ζωή του:
"... Τα παιδικά μου χρόνια έζησα σε ένα πολύ αγαπημένο οικογενειακό περιβάλλον. Οι γονείς μου προσέφεραν πολλή αγάπη και προσοχή, ενώ παράλληλα διατήρησαν χαμηλό προφίλ στη διαπαιδαγώγησή μου. Ήταν κάθετοι ενάντια σε κάθε επίδειξη πλούτου. Από 14 ετών, ο πατέρας μου με έπαιρνε μαζί του σε βαπόρια, σε drydocks, σε φορτο-εκφορτώσεις στο Bristol, στο Rotterdam, το Αμβούργο, την Αμβέρσα. Έτσι περνούσαμε πολύ χρόνο μαζί, ταξιδεύαμε, συζητούσαμε και απορρόφησα την ουσία της δουλειάς. Παρόλο που ήμουν μικρός μου εντυπώθηκαν εικόνες και μου έμειναν παραστάσεις τις οποίες θεωρώ σημαντικές ακόμη και σήμερα. Ο πατέρας μου έδωσε κατά κύριο λόγο ελευθερία και ανεξαρτησία. Χωρίς καταπίεση και χωρίς να τοποθετεί όρια στα οικονομικά μου, με άφηνε ελεύθερο να μαθαίνω και να δοκιμάζω τις δυνάμεις μου. Όσο καιρό βρισκόμουν στο Λονδίνο αλλά και στην Αθήνα, με παρακολουθούσε με διακριτικότητα και με τον μοναδικό τρόπο του μου περνούσε μηνύματα. Τα τελευταία 8 χρόνια που εργαστήκαμε μαζί, μου έδωσε τη δυνατότητα να αποφασίζω για αγορές, πωλήσεις, ναυλώσεις και άλλα. Μπορεί να είχε την τελευταία κουβέντα σε όλα, αλλά σχεδόν πάντοτε ενέκρινε τις επιλογές μου και τις στήριζε."
"Μεγάλο ρόλο στη σταδιοδρομία μου έπαιξε η εμπιστοσύνη και η στήριξη των επιλογών μου από τον πατέρα μου. Έστω και αν αποφάσιζα με λάθος κριτήρια, το προτιμούσε από το να μην παίρνω καθόλου αποφάσεις. Παρόλο που ήταν ο πιο σκληρός κριτής μου, εξέφραζε τη γνώμη του για μένα ελεύθερα μπροστά σε όλους, κάτι που ήταν δύσκολο να κατανοήσω όσο ήμουν μικρός. Με τη δημόσια κριτική ένιωθα πολλές φορές εκτεθειμένος και ερχόμουν σε δύσκολη θέση. Αυτό με έβαζε σε μια διαδικασία έντονης αυτοκριτικής και θυμόμουν τα λάθη μου, έτσι ώστε να μην τα επαναλάβω. Με τον τρόπο αυτό έδειχνε σε όλους ότι δεν έκανε διακρίσεις για τα μέλη της οικογένειάς του και ότι έκρινε όλους με τα ίδια δίκαια κριτήρια. Με έμαθε να έχω την ευθύνη των πράξεών μου και να χρεώνομαι τα λάθη της εταιρίας, χωρίς να μεταθέτω ευθύνες στους άλλους ..."
"Η σχέση με τον πατέρα μου δεν ήταν ποτέ ανταγωνιστική. Δεν τέθηκε ποτέ θέμα ποιος αποφασίζει, ποιος θα υπερισχύσει, ποιος θα κάνει τη δουλειά. Σκεφτόμασταν πάντα ταυτόχρονα τα ίδια θέματα στο πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού. Έτσι δεν υπήρχε ανταγωνισμός. Η σχέση μας ήταν φιλική πάνω από όλα. Συζητούσαμε, δημιουργούσαμε και συνεργαζόμασταν γιατί μας ευχαριστούσε, όχι μόνο για να συντηρήσουμε την οικογενειακή περιουσία και να βγάλουμε περισσότερα χρήματα. Μας συνέδεε βαθιά φιλία. Ο πατέρας μου ήταν επίσης ο άνθρωπος που μου ασκούσε την περισσότερη κριτική προκειμένου να διορθώνω τα λάθη μου … Ο πατέρας μου είχε μια χαρισματική αμεσότητα με τον κόσμο, νοιαζόταν για τον συνάνθρωπό του, είχε τη συνείδησή της κοινότητας, νοιαζόταν για το Ηράκλειο, για τον Πειραιά. Με τον τρόπο του με βοήθησε να βλέπω τα θέματα στην ανθρώπινή τους διάσταση και όχι μόνο καθαρά επαγγελματικά. Να διατηρήσω τις ευαισθησίες μου και να μη χάνω την ανθρωπιά μου, όσο ψηλά και αν βρίσκομαι. Επίσης με ώθησε από μικρό να εκτιμήσω τη σημασία του ανθρώπινου παράγοντα στον τομέα της εργασίας."